- Θεσσαλονικιός
- και λόγ. τ. Θεσσαλονικεύς, θηλ. Θεσσαλονικιά [Θεσσαλονίκη]ο κάτοικος τής Θεσσαλονίκης, Σαλονικιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θεσσαλονικιός — ο θηλ. Θεσσαλονικιά, η κάτοικος της Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Местенеас, Димитриос — Димитриос Местенеас (греч. Δημήτριος Μεσθενέας Фессалоники ? Месолонгион 10/11 апреля 1826 года) греческий революционер, издатель первой регулярной газеты революционной Греции, первым опубликовал Гимн свободе Дионисия Соломоса,… … Википедия
Σαλονικιός — ιά, ιό, Ν [Σαλονίκη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Θεσσαλονίκη ή αυτός που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σαλονικιός και η Σαλονικιά ο κάτοικος τής Θεσσαλονίκης ή αυτός που κατάγεται από την Θεσσαλονίκη, ο… … Dictionary of Greek